διάρριψις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διάρριψις < διαρρίπτω (διασκορπίζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάρριψις θηλυκό
- διασκόρπιση
- τὰ δὲ τῶν ἐμῶν συσκήνων σκεύη διέρριψας. - ἀλλ᾽ ἡ μὲν διάρριψις, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, τοιαύτη τις ἐγένετο (Ξενοφ. Κύρου Ανάβασις Ε΄, 5.8.7)