Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάραχο < διά + ράχη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάραχο ουδέτερο

  1. κορφή ράχης
  2. τράχηλος βουνού

  Μεταφράσεις επεξεργασία