Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάζωτο τα διάζωτα
      γενική του διαζώτου
διάζωτου
των διαζώτων
    αιτιατική το διάζωτο τα διάζωτα
     κλητική διάζωτο διάζωτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάζωτο < δι- + άζωτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάζωτο ουδέτερο

  • (χημεία): χημική ένωση δύο ατόμων αζώτου, που συνδέονται με τριπλό δεσμό και συμπεριφέρονται ως μόριο
    οξείδιο του διαζώτου, τετραφθοριούχο διάζωτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία