δημοκράτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημοκράτορας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημοκράτορας αρσενικό
- αυτός που κατέχει τα «πρωτεία» της άσκησης εξουσίας στα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια
- (μεταφορικά) είναι εκείνος που συγκεντρώνει μεν απόλυτη κυριαρχία στην άσκηση της εξουσίας, αλλά την ασκεί δε κατά τρόπο αποδεκτό από το πλήθος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημοκράτορας
|