δηλητηριάστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δηλητηριάστρια < δηλητηριαστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
δηλητηριάστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη δηλητηριαστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
δηλητηριάστρια
δηλητηριάστρια θηλυκό