δηλητηριάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δηλητηριάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δηλητηριάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δηλητηριάζω
- θα δηλητηριάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δηλητηριάζω