Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δηλητηρίασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δηλητηρίασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δηλητηριάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δηλητηριάζω