Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δε με σηκώνει το κλίμα < → δείτε δε, με και σηκώνω στο τρίτο πρόσωπο σηκώνει, το & κλίμα

  Έκφραση επεξεργασία

δε με σηκώνει το κλίμα

  1. νιώθω δυσαρέσκεια ή επηρρεάζεται η υγεία μου από το κλίμα μιας περιοχής
  2. (μεταφορικά) νιώθω δυσάρεστα με μια κατάσταση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία