Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεύτερος ξάδερφος < → δείτε τις λέξεις δεύτερος και ξάδερφος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δεύτερος ξάδερφος αρσενικό, (θηλυκό δεύτερη ξαδέρφη)