δετηρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δετηρία | οι | δετηρίες |
γενική | της | δετηρίας | των | δετηριών |
αιτιατική | τη | δετηρία | τις | δετηρίες |
κλητική | δετηρία | δετηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δετηρία θηλυκό