δερματάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðer.maˈtas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δερ‐μα‐τάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
δερματάς αρσενικό
- (προφορικό, επάγγελμα) συνώνυμο του βυρσοδέψης
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερματάς
|
Πηγές επεξεργασία
- δερματάς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)