δερβενάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δερβενάκι | τα | δερβενάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δερβενάκι | τα | δερβενάκια |
κλητική | δερβενάκι | δερβενάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δερβενάκι < δερβένι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeɾ.veˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δερ‐βε‐νά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
δερβενάκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) πολύ μικρό, σε μήκος, πλάτος ή στρατηγική αξία, δερβένι
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερβενάκι
|