δερβίσης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δερβίσης < λόγια επίδραση στο ντερβίσης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeɾˈvi.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δερ‐βί‐σης
Ουσιαστικό επεξεργασία
δερβίσης αρσενικό
- άλλη μορφή του ντερβίσης
- ※ Ὁ Δερβίσης μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμάν του, ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του, τὸ νάι του, κ' ἔφυγε. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης)
Συγγενικά επεξεργασία
- Δερβίσης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερβίσης
|