Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκατρείς < δέκα + τρεις

  Επίθετο επεξεργασία

δεκατρείς αρσενικό ή θηλυκό, (δεκατρία ουδέτερο)

  • το αρσενικό και θηλυκό γένος του αριθμητικού δεκατρία (13)
    δεκατρείς άνθρωποι έκατσαν στο τραπέζι· παραδόξως κανένας δεν το θεώρησε γρουσουζιά!

  Μεταφράσεις επεξεργασία