Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκαεξάδα οι δεκαεξάδες
      γενική της δεκαεξάδας των δεκαεξάδων
    αιτιατική τη δεκαεξάδα τις δεκαεξάδες
     κλητική δεκαεξάδα δεκαεξάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαεξάδα < δεκαέξι + -άδα, (< αρχαία ελληνική: -άς -άδος), ή δέκα + εξάδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκαεξάδα θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)

  • σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα δεκαέξι μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία