δεκαδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεκαδικός < ελληνιστική < (σημασιολογικό δάνειο) τη γαλλική décimal < δεκάς
Επίθετο επεξεργασία
δεκαδικός, -ή, -ό
- (γενικότερα) που αποτελείται από δεκάδες
- (αριθμητική) που ανήκει στο δεκαδικό σύστημα αρίθμησης το οποίο έχει σαν βάση το δέκα [1]
- (κοινά) που αποτελεί, αναφέρεται σε ή περιέχει κάποιο υποπολλαπλάσιο της μονάδας εκπεφρασμένο στο δεκαδικό σύστημα αρίθμησης
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεκαδικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Κολοκυθάς, Κωνσταντίνος (2015), Ψηφιακά Μέσα στις Οπτικοακουστικές Τέχνες, Κεφάλαιο 1, σελ. 7, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-07-06.