Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δειπνίζω < δεῖπνον

  Ρήμα επεξεργασία

δειπνίζω

  1. διασκεδάζω στο δείπνο
  2. προσφέρω σε κάποιον δείπνο