Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δειπνέω < δεῖπνον + -έω

  Ρήμα επεξεργασία

δειπνέω

  1. δειπνώ
  2. ετοιμάζω δείπνο
  3. γευματίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία