Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεινότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δεινότητ
α
οι
δεινότητ
ες
γενική
της
δεινότητ
ας
των
δεινοτήτ
ων
αιτιατική
τη
δεινότητ
α
τις
δεινότητ
ες
κλητική
δεινότητ
α
δεινότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δεινότητα
<
αρχαία ελληνική
δεινότης
<
δεινός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δεινότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
δεινού
, εξαιρετική
ικανότητα
σε έναν τομέα
ρητορική
δεινότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεινότητα
γαλλικά
:
habileté
(fr)