Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δειλιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

δειλιάζω

  • δείχνω δειλία, δεν τολμώ να προχωρήσω σε μια ενέργεια από φόβο για τον πιθανό κίνδυνο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία