δεδομενικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεδομενικότητα < δεδομενικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεδομενικότητα θηλυκό
- η καθημερινότητα, η καθημερινή πραγματικότητα ως δεδομένη και αυτονόητη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεδομενικότητα
|