δεδικασμένο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.ði.kaˈzme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐δι‐κα‐σμέ‐νο
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- δεδικασμένο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής δεδικασμένος: αρχαία ελληνική δεδικασμένον, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δικάζω (ουδέτερο), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chose jugée[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεδικασμένο ουδέτερο
- (νομικός όρος) η δέσμευση που απορρέει από μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση
- (νομικός όρος) δικαστική απόφαση που δεν μπορεί να ακυρωθεί από άλλη και αποτελεί νόμο για την έκδοση απόφασης σε παρόμοια υπόθεση
- ↪ το δεδικασμένο μεταξύ διαδίκων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- δεδικασμένο: κλτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
δεδικασμένο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεδικασμένος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δεδικασμένο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας