δείλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δείλι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | δείλι | ||
κλητική | δείλι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δείλι < αρχαία ελληνική δείλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyḗws < *dyew- (ουρανός, λάμπω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δείλι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το δειλινό
- Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι / μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος. (Κώστας Ουράνης, Θα πεθάνω ένα πένθιμο...)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δείλι
→ δείτε τη λέξη δειλινό |