Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δείλη ὀψία

→ δείτε τις λέξεις δείλη και ὀψία

  Έκφραση επεξεργασία

δείλη ὀψία

  1. το δεύτερο μέρος του απογεύματος, όψιμο απόγευμα
  2. αργά το απόγευμα, σούρουπο προς βράδυ