Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δαφνοστέφανο τα δαφνοστέφανα
      γενική του δαφνοστέφανου των δαφνοστέφανων
    αιτιατική το δαφνοστέφανο τα δαφνοστέφανα
     κλητική δαφνοστέφανο δαφνοστέφανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαφνοστέφανο < δάφν(η) + -ο- + στεφάν(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.fnoˈste.fa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐φνο‐στέ‐φα‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαφνοστέφανο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δάφνη, στεφάνι και στέφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία