δαφνέλαιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαφνέλαιο | τα | δαφνέλαια |
γενική | του | δαφνέλαιου & δαφνελαίου |
των | δαφνέλαιων & δαφνελαίων |
αιτιατική | το | δαφνέλαιο | τα | δαφνέλαια |
κλητική | δαφνέλαιο | δαφνέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαφνέλαιο < ελληνιστική κοινή δαφνέλαιον < δάφνη + ἔλαιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαφνέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαφνέλαιο
|