δασολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δασολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δασολογία θηλυκό
- η επιστήμη που ασχολείται με το δάσος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- δασολογία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
δασολογία