δασμολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δασμολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δασμολογία < δασμολόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε δασμ(ός) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δασμολογία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις δασμολογώ και δασμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δασμολογία
|
Πηγές επεξεργασία
- δασμολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δασμολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δασμολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δασμολογία < δασμολόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε δασμ(ός) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δασμολογία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δασμός
Πηγές επεξεργασία
- δασμολογία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δασμολογίᾱ | αἱ | δασμολογίαι | ||||
γενική | τῆς | δασμολογίᾱς | τῶν | δασμολογιῶν | ||||
δοτική | τῇ | δασμολογίᾳ | ταῖς | δασμολογίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | δασμολογίᾱν | τὰς | δασμολογίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | δασμολογίᾱ | δασμολογίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δασμολογίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δασμολογίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δασμολογία < δασμολόγ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε δασμ(ός) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δασμολογία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (οικονομία) η συλλογή δασμών, φόρων, δασμολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δασμολόγος και δασμός
Πηγές επεξεργασία
- δασμολογία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δασμολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.