Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασκάλα οι δασκάλες
      γενική της δασκάλας
    αιτιατική τη δασκάλα τις δασκάλες
     κλητική δασκάλα δασκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασκάλα, θηλυκό του δάσκαλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δασκάλα θηλυκό ή δασκάλισσα

  1. (επάγγελμα) αυτή που διδάσκει
  2. η εκπαιδευτικός που διδάσκει στο Δημοτικό σχολείο

  Μεταφράσεις επεξεργασία