δασαρχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δασαρχείο < δασάρχης
Ουσιαστικό επεξεργασία
δασαρχείο ουδέτερο
- η δασική υπηρεσία, η δημόσια υπηρεσία που έχει υπό την ευθύνη της τις δασικές περιοχές
- το κτήριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία