δανειοδοτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
δανειοδοτώ
- δίνω δάνειο σε κάποιον· λέγεται για το κράτος ή για τράπεζες
- οι τράπεζες δανειοδοτούν τους πελάτες τους για διάφορους σκοπούς, πχ για αγορά ακινήτων
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δανειοδοτώ
|