Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δανειοδοτώ < δάνειο + -δοτώ (< δίδωμι / δίνω)

  Ρήμα επεξεργασία

δανειοδοτώ

  • δίνω δάνειο σε κάποιον· λέγεται για το κράτος ή για τράπεζες
οι τράπεζες δανειοδοτούν τους πελάτες τους για διάφορους σκοπούς, πχ για αγορά ακινήτων

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία