δαιμονιοπληξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαιμονιοπληξία < (ελληνιστική κοινή) δαιμονιοπληξία < αρχαία ελληνική δαιμόνιον (< δαίμων) + -πληξία (< πλήττω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.mo.ni.p.pliˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δαι‐μο‐νι‐ο‐πλη‐ξί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαιμονιοπληξία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- δαιμονιόπληκτος
- → δείτε τις λέξεις δαιμόνιο, δαίμονας και πλήττω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαιμονιοπληξία
|