Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δαγκωνιάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δαγκωνιάρ
ης
οι
δαγκωνιάρ
ηδες
γενική
του
δαγκωνιάρ
η
των
δαγκωνιάρ
ηδων
αιτιατική
τον
δαγκωνιάρ
η
τους
δαγκωνιάρ
ηδες
κλητική
δαγκωνιάρ
η
δαγκωνιάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δαγκωνιάρης
<
δαγκώνω
+
-ιάρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δαγκωνιάρης
αρσενικό
που προκαλεί δαγκωνιές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δαγκωνιάρης