Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαγκάνα οι δαγκάνες
      γενική της δαγκάνας
    αιτιατική τη δαγκάνα τις δαγκάνες
     κλητική δαγκάνα δαγκάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
γενική πληθυντικού και δαγκάνων
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαγκάνα < (αναδρομικός σχηματισμός) δαγκάν(ω) + [1] < δαγκώνω < δακώνω < θέμα δάκ- του αρχαίου δάκνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαγκάνα θηλυκό

  1. η λαβίδα των Καρκινοειδών (αστακοί, καβούρια κτλ) με την οποία συλλαμβάνουν την τροφή τους
  2. (μεταφορικά) η τανάλια, η τσιμπίδα
    τον έπιασε η εφορία στις δαγκάνες της
  3. (μηχανολογία) η δαγκάνα των φρένων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία