Δείτε επίσης: δαΐς, *δάϊς, δαί

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δαίς αἱ δαῖτες
      γενική τῆς δαιτός τῶν δαιτῶν
      δοτική τῇ δαιτῐ́ ταῖς δαισῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν δαῖτ τὰς δαῖτᾰς
     κλητική ! δαίς δαῖτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δαῖτε
γεν-δοτ τοῖν  δαιτοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'θής' όπως «θής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαίς < δαίω (σημασία: "διαχωρίζω, μοιράζω")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαίς, -τός θηλυκό

  1. γεύμα, φαγητό, συμπόσιο, φαγοπότι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 225 Μετάφραση (2006) Δημήτρης Μαρωνίτης, @greek-language.gr
    τίς δαίς, τίς δαὶ(sic) ὅμιλος ὅδ᾽ ἔπλετο; : τι γλέντι είναι αυτό; τι σόι συνάθροιση;
    ※  6ος/5ος αιώνας πκε Αισχύλος. Αγαμέμνων, 1242. Μετάφραση: Ι.Ν. Γρυπάρης @greek-language.gr
    Θυέστου δαῖτα παιδείων κρεῶν : το δείπνο του Θυέστη με παιδιών του σάρκες
  2. το κρεάς, ή γενικά το φαγητό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία