Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δίοπος οι δίοποι
      γενική του δίοπου
διόπου
των δίοπων
διόπων
    αιτιατική τον δίοπο τους δίοπους
διόπους
     κλητική δίοπε δίοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίοπος < αρχαία ελληνική δίοπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίοπος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίοπος < διέπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίοπος

  1. κυβερνήτης, διοικητής
  2. κυβερνήτης πλοίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίοπος < δι- + ὀπή

  Επίθετο επεξεργασία

δίοπος

  • που έχει δύο τρύπες