Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίζηση οι διζήσεις
      γενική της δίζησης* των διζήσεων
    αιτιατική τη δίζηση τις διζήσεις
     κλητική δίζηση διζήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διζήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίζηση < ελληνιστική κοινή δίζησις (έρευνα, διερεύνηση) < αρχαία ελληνική δίζημαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyh₂ / *dyeh₂

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίζηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία