Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðe.spo.tas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέσποτας αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  δεσπότης