δάμαλις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δάμαλις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δάμαλις θηλυκό
- η δαμαλίδα, η δαμάλα, η νεαρή αγελάδα
- (μεταφορικά) κοπέλα παρθένα
Σημειώσεις επεξεργασία
- σπανιότερα εμφανίζεται γραμματικά και ως αρσενικό