Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γύναιος < γυναικεῖος

  Επίθετο επεξεργασία

γύναιος, -α, -ον

  1. ο γυναικείος
γύναια' δῶρα (δώρα που ικανοποιούν γυναίκα, προς γυναίκα)
  1. (προσφώνηση)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το γύναιον αρχικά ήταν τρυφερή και όχι προσβλητική προσφώνηση, ήταν το αντίστοιχο γυναικούλα μου
  • σταδιακά έγινε υποτιμητικό και για άνδρα υβριστικό (ότι "κάνει σαν γυναικούλα")