γόγγυσμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γόγγυσμα < γογγύζω γογγυσ- + -μα < (ελληνιστική κοινή) γογγύζω < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈγoŋ.ɟi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γόγ‐γυ‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γόγγυσμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του γογγυσμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
γόγγυσμα
|