γυψοκάμινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυψοκάμινος | οι | γυψοκάμινοι |
γενική | του | γυψοκάμινου & γυψοκαμίνου |
των | γυψοκάμινων & γυψοκαμίνων |
αιτιατική | τον | γυψοκάμινο | τους | γυψοκάμινους & γυψοκαμίνους |
κλητική | γυψοκάμινε | γυψοκάμινοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυψοκάμινος θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυψοκάμινος
|