γυψάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυψάς | οι | γυψάδες |
γενική | του | γυψά | των | γυψάδων |
αιτιατική | τον | γυψά | τους | γυψάδες |
κλητική | γυψά | γυψάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυψάς αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυψάς
|