γυροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυροσκόπιο < αρχαία ελληνική γῦρ(ος) + -ο- + -σκόπιο, (αντιδάνειο) γαλλική gyroscope [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυροσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική, τεχνολογία συσκευή αληθούς προσανατολισμού μέσω των ελεύθερα περιστρεφόμενων μερών της
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γυροσκόπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας