Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυρίτης < γῦρις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυρίτης-ου αρσενικό

  • ψωμί από καλά κοπανισμένο, αλεσμένο αλεύρι