Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικόπαιδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυναικόπαιδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. σύνολο από γυναίκες και παιδιά
  2. (σε συμφραζόμενα που αναφέρονται σε πόλεμο) ο άμαχος πληθυσμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία