γυμνώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γυμνώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γυμνώνω
- θα γυμνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γυμνώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
γυμνώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γύμνωση