Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι γυμνοπαιδίες
      γενική των γυμνοπαιδιών
    αιτιατική τις γυμνοπαιδίες
     κλητική γυμνοπαιδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνοπαιδίες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυμνοπαιδίαι → και δείτε τη λέξη γυμνοπαιδία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.mno.peˈði.es/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνο‐παι‐δί‐ες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνοπαιδίες θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό