γυμνά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝiˈmna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐μνά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γυμνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (γυμνό) του γυμνός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | γυμνᾰ́ |
γενική | τῶν | γυμνῶν |
δοτική | τοῖς | γυμνοῖς |
αιτιατική | τὰ | γυμνᾰ́ |
κλητική ὦ! | γυμνᾰ́ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- γυμνά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γυμνός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυμνά ουδέτερο στον πληθυντικό
- στην έκφραση «τὰ γυμνά»:
- περιοχές του σώματος που δεν καλύπτονταν από την πανοπλία της εποχής, μάλλον η δεξιά πλευρά γιατί έφερε το όπλο ενώ η ασπίδα κάλυπτε την αριστερή
- (στρατιωτικός όρος) τα πλευρικά τμήματα της παράταξης των στρατιωτιών
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- γυμνά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γυμνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (γυμνόν) του γυμνός