Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυαλιάς οι γυαλιάδες
      γενική του γυαλιά των γυαλιάδων
    αιτιατική τον γυαλιά τους γυαλιάδες
     κλητική γυαλιά γυαλιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυαλιάς < γυαλί + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυαλιάς αρσενικό


Αντώνυμα επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Σημείωση: Ο Γιαλιάς είναι μεγάλος χείμαρρος της Κύπρου. (ομόηχη λέξη)